ακροκόρυφος

ακροκόρυφος
-η, -ο
1. ο πολύ ψηλός: Μια μοναχική ακροκόρυφη βελανιδιά γέμιζε από τρυγόνια την άνοιξη και το φθινόπωρο.
2. το ουδ. ως ουσ., το ακροκόρυφο το αποκορύφωμα: Αυτό ήταν το ακροκόρυφο του εγωισμού του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροκόρυφος — η, ο (Μ ἀκροκόρυφος, ον) 1. ο πανύψηλος 2. το ουδ. ως ουσ. το άκρο τής κορυφής, το ψηλότερο σημείο μσν. το αποκορύφωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κόρυφος < κορυφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”